- αβαλσάμωτος
- -η, -ο [βαλσαμώνω]ο μη βαλσαμωμένος, αταρίχευτος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αβαλσάμωτος — η, ο αυτός που δεν έχει βαλσαμωθεί, ταριχευτεί: Στην αρχαία Αίγυπτο ο νεκρός δεν έπρεπε να μείνει αβαλσάμωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αταρίχευτος — η, ο (Α ἀταρίχευτος, ον) αυτός που δεν τον έχουν ταριχεύσει ή παστώσει νεοελλ. (για νεκρούς) αυτός που δεν τον έχουν διατηρήσει με ταρίχευση, ο αβαλσάμωτος … Dictionary of Greek